λαντέν
(ουσ. ουδ.)
λαdέν
[laˈden]
Αραβαν.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ledan = το σκουρόχρωμο υγρό που εκκρίνει η μέλισσα για να κλείσει τις ρωγμές στην κυψέλη, το οπ. απώτερα αντιδάν. από το αρχ. λήδανον = ρητίνη από το φυτό Cistus cyprius (Tietze 2016, λ. ledan). Βλ. σχετικά και Καραποτόσογλου (2003: 204).
1. Το περίττωμα της μέλισσας
2. Η κυψελίδα, το κερί του αφτιού