ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λάμνημα (ουσ. ουδ.) λάμνημα [ˈlamnima] Αραβαν., Ουλαγ. λάμημα [ˈlamima] Μισθ. 'άμνεμα [ˈamnema] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. λάμνημα = κωπηλασία (< λάμνω).
Όργωμα ό.π.τ. : Να πάμ' ντο λάμνημα (Θα πάμε στο όργωμα, να οργώσουμε) Ουλαγ. -Κεσ. Ήτουν 'αμνεμάτου ταρός (Ήταν η εποχή του οργώματος) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. αλέτρισμα, λάσιμο, τσίφτι