λάμνημα
(ουσ. ουδ.)
λάμνημα
[ˈlamnima]
Αραβαν., Ουλαγ.
λάμημα
[ˈlamima]
Μισθ.
'άμνεμα
[ˈamnema]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. λάμνημα = κωπηλασία (< λάμνω).