λαναρίζω
(ρ.)
λαναρίζω
[lanaˈrizo]
Γούρδ., Σινασσ.
ναναρίζω
[nanaˈrizo]
Αραβαν.
ναναρίζου
[nanaˈrizu]
Μισθ.
λαγαρίζω
[laɣaˈrizo]
Σινασσ.
Mεσν. ρ. λαναρίζω. O τύπ. ναναρίζω με αφομ. Ο τύπ. λαγαρίζω με παρετυμολ. προς το νεότ. ρ. λαγαρίζω ‘καθαρίζω’ < λαγαρός 'καθαρός’.