ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαναρίζω (ρ.) λαναρίζω [lanaˈrizo] Γούρδ., Σινασσ. ναναρίζω [nanaˈrizo] Αραβαν. ναναρίζου [nanaˈrizu] Μισθ. λαγαρίζω [laɣaˈrizo] Σινασσ. Mεσν. ρ. λαναρίζω. O τύπ. ναναρίζω με αφομ. Ο τύπ. λαγαρίζω με παρετυμολ. προς το νεότ. ρ. λαγαρίζω ‘καθαρίζω’ < λαγαρός 'καθαρός’.
Ξαίνω μαλλί ό.π.τ. Συνών. γραίνω, ξαίνω :1, πετώ, ραντίζω