ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-λαντίζω (επίθμ.) -λανdίζω [-lanˈdizo] Μαλακ., Μισθ. -λανdι̂́ζω [-lanˈdɯzo] Αξ., Αραβαν. -λανdίζου [-lanˈdizu] Μισθ. -λατίζω [-laˈtizo] Μαλακ., Φάρασ. -λαΐζου [-laˈizu] Μισθ. -λενdίζω [-lenˈdizo] Αξ., Μαλακ. -λετίζω [-leˈtizo] Μαλακ. -λανdώ [-lanˈdo] Σίλ. -λατώ [-laˈto] Ανακ., Φλογ. -λανdού [-lanˈdu] Ουλαγ. -λενdού [-lenˈdu] Ουλαγ. -λαdι̂́ζω [-laˈdɯzo] Αξ., Αραβαν. Παραγωγ. επίθμ. που σχηματίστηκε αναλογ. προς τις δομές τουρκ. ρ. σε -lamak ή -lanmak (με τα μορφήματα -la- και -di-), π.χ. αόρ. avladı του ρ. avlamak = κυνηγώ < ουσ. av = κυνήγι. Πβ. και το αντίστοιχο ποντ. επίθμ. -λαεύω, π.χ. διαφορ-λαεύω = κερδίζω (< διάφορο + λαεύω).
1. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ρ. τα οποία δηλώνουν ότι το υποκείμενο είναι ή γίνεται αυτό το οποίο συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : αστεναρλαντίζω (αρρωσταίνω) Αραβαν. γιζιλαντίζω (κοκκινίζω) Μισθ. γινατλαντίζω (πεισμώνω) Μισθ. ζαραρλατίζω (ζημιώνομαι) Φάρασ. καλολαντώ (αναρρώνω) Ουλαγ. μισαρλαντίζω (αμτβ., μισοαδειάζω) Μισθ., Μαλακ. σοφλαντίζω (προσποιούμαι τον ευλαβή) Μαλακ. φοτουλαντίζω (υπερηφανεύομαι) Μισθ. φουκαρλαντίζω (φτωχαίνω) Μισθ., Ουλαγ. χαμπαρλαντίζω (πληροφορούμαι) Μισθ., Φλογ.
2. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ρ. τα οποία δηλώνουν ότι το υποκείμενο κάνει αυτό το οπ. δηλώνει η πρωτότυπη λέξη Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : αριαλαντίζω (ανακατεύω με αϊράνι) Αξ. αψουλαντώ (φτερνίζομαι) Σίλ., Ανακ. γεσιρλαντίζω (αιχμαλωτίζω) Μισθ. ζαραρλατίζω (ζημιώνω) Φάρασ. μισαρλαντίζω (μτβ., μισοαδειάζω) Μισθ., Μαλακ. μπατζακλαντίζω (διασκελίζω) Μαλακ. τσιμπλακλαντίζω (ξεγυμνώνω) Μισθ. φωσλαντίζω (φωτίζω) Φλογ. χαμπαρλαντίζω (γνωστοποιώ) Μισθ., Φλογ. χουφταλαντίζω (πιάνω με την φούχτα) Μαλακ., Φλογ., Αξ.