ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-εύω (επίθμ.) -εύω [-ˈevo] Αφσάρ., Καππ., Κίσκ., Σατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. -εύου [-ˈevu] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. -εύγου [-ˈevɣu] Σίλ. -έγω [-ˈeɣο] Φάρασ. -έω [-ˈeο] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. -έου [-ˈeu] Φάρασ., Φκόσ. Αρχ. παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. -εύγω μεσν., μαρτυρούμενος στην Καππ. σε επιγρ. από τον 9ο αι. (CGMG 147, όπου και ετυμολογ. συζήτηση). Για την εξέλιξη -εύω > -έγω ή -έω στην Κ. Ιταλία βλ. Καραναστάσης (1997: 96).
1. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ρ. τα οποία δηλώνουν ότι το υποκείμενο εκτελεί την ενέργεια ή περιέρχεται στην κατάσταση που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη ό.π.τ. : αντρεύω (μεγαλώνω, αναπτύσσομαι) Αξ. αχραζεύω (βουβαίνομαι) Φάρασ. γκελετζεύω (μιλώ, παραμιλώ, συζητώ, συνομιλώ) Καππ., κ.α. κεφινεύω (σαβανώνω) Φερτάκ. μπασαρεύω (κατορθώνω, πετυχαίνω) Φάρασ., Τσουχούρ., Σατ. μπορουζεύω (σαλπίζω) Φάρασ. σκυλεύω (γερνάω σαν σκύλος) Μαλακ. ταρνεύω (σπεύδω, βιάζομαι) Φάρασ. χαρτζεύω (ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ) Μισθ., Φάρασ., Μαλακ., Σίλ., Ουλαγ., Αξ., Αραβαν. Συνών. -αίνω :2, -ιάζω, -ίζω, -λαντίζω
2. Επίθμ. για την προσαρμογή τουρκ. δαν. Αφσάρ., Μπέηκ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. : αστιέω (διασκελίζω, απομακρύνομαι) Φάρασ., Φκόσ. καμπαρντίζω (φουσκώνω, φουντώνω) Φάρασ. γουστιέω (ζεύω) Φκόσ. ζαναχεύω (κοροϊδεύω) Φάρασ. μπασαρεύω (κατορθώνω, πετυχαίνω) Σατ. σουρτεύω (τρίβω) Φάρασ. νταγιτεύω (διασκορπίζω, διαμοιράζω) Μπέηκ. Συνών. -ιάζω :3, -ίζω :4, -ώνω