ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εχτιμπάρ (ουσ. ουδ.) εχτιbάρ [extiˈbar] Αραβαν., Μαλακ., Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. itibar = σεβασμός, υπόληψη, όπου και διαλεκτ. τύπ. ehtibar. Πβ. και ήδη νεότ. τύπ. ιχτιμπάρι, ιχτιπάρι (Mackridge 2021: 29).
Εκτίμηση ό.π.τ. : Δεν έχουμε εχτιbάρ σο Θεό κονdά (Δεν έχουμε εκτίμηση από τον Θεό) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Τα παπά αν ντέν ντο ποίκεις εχτιbάρ, ποίκε τα ράσα τ' (Τον παπά αν δεν τον έχεις σε εκτίμηση, εκτίμα τα ράσα του˙ απαιτείται σεβασμός στο αξίωμα όχι στον άνθρωπο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ραγπέτ :1, υπόλεψη