εφές
(ουσ. αρσ.)
εφές
[eˈfes]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. efe = α) κλέφτης, μέλος των ζεϊμπέκηδων β) μάγκας γ) νταής δ) μεγαλύτερος αδελφός.
1. Αγάς
Συνών.
αγάς
2. Υπερήφανος
3. Γλεντζές