αγάς
(ουσ. αρσ.)
αγάς
[aˈɣas]
Αξ., Μισθ., Μπέηκ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
Θηλ.
αγάσα
[aˈɣasa]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. ἀγάς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. ağa = αφέντης, αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το θηλ. αγάσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α. Βλ. και Ρίζος (1986).
1. Αφεντικό
ό.π.τ.
:
Ρώτ’σεν ντα αγάς του: «Συ τατάς τσ̑αι μάνα έ’ς;»
(Το αφεντικό του τον ρώτησε: «Εσύ έχεις πατέρα και μάνα;»)
Φάρασ.
-Dawk.
Πήγεν αγά τ’ να το δώκ’ παράδια
(Πήγε ο αφέντης του να του δώσει λεφτά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Εκεί αγάδες ήμασταν· τα Τούρκα μάς κλάδευαν, δούλευαν ’ς αμbέλια
(Εκεί ήμασταν αφεντικά· οι Τούρκοι κλάδευαν για μας, δούλευαν στα αμπέλια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αγά μ’, έτσι ξέρουμ’, έτσι κλαίμε
(Αφέντη μου, έτσι ξέρουμε, έτσι κλαίμε)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αφέντης
2. Τούρκος ενοικιαστής των φόρων ενός χωριού
Αξ., Φλογ.
:
Αγάγε ντώκαν βόρος
(Οι δεκατιστές έδωσαν άδεια για λίχνισμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έριται αγάς, χωρίζ̑’ ασ’ σα οχτώ χιοπέκια παίρ' τὄνα
(Έρχεται ο αγάς, διαλέγει από τους οχτώ σωρούς, παίρνει τον ένα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
εφές
3. Ως θηλ., η σύζυγος του αφέντη και κατ’ επέκτ. η αρχοντική γυναίκα
Σινασσ.
:
Αγάσα ναίκα
(αρχοντογυναίκα)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.