ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγαρανός (επίθ.) ’γαρανός [ɣaraˈnos] Φάρασ. Από το μεταγν. εθνικ. επίθ. Ἀγαρηνός = Άραβας, με αποβ. του άτονου αρκτ. φων. και προχωρητική αφομ.
Tούρκος : || Ασμ. Πάτ’σανε μεζ οι ’γαρανοί τον Πάσκα (Μας πάτησαν οι Αγαρηνοί το Πάσχα, ενν. του 1821) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. αγαπητικός :4, ασπροκέφαλος, δράκος :2, κροτάλι :3, λεγάμενος