αγασλίκ
(ουσ. ουδ.)
αγασ̑λι̂́χ
[aɣaˈʃlɯx]
Αραβαν.
αγασλούχ
[aɣaˈslux]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. ağaçlık = τόπος γεμάτος δέντρα, δενδρώνας.
Τόπος γεμάτος με δέντρα
ό.π.τ.
:
Eίχε ένα αγασ̑λι̂́χια, μήλα μ’ γκρεύεις, απίρια, βορ’κόκια, τσούτσες, σταφύλια, και τσ̑ι ντεν είχε απέσω τ’
(Είχε έναν τόπο γεμάτο δέντρα, γυρεύεις μήλα, αχλάδια, βερίκοκκα, μούρα, σταφύλια, και τι δεν υπήρχε μέσα σ’ αυτόν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αντίθ
ακλάδευτος