αγάπη
(ουσ. θηλ.)
αγάπη
[aˈɣapi]
Αραβαν., Σινασσ.
Αρχ. ουσ. ἀγάπη.
1. Έρωτας
Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη,
θέλει λαγού περπατησιά πουλιού γρηγοροσύνη (Η αγάπη απαιτεί σύνεση, ταπεινότητα,
απαιτεί λαγού περπάτημα και γρηγοράδα πουλού) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αγάπημα, σεβντάς :1
θέλει λαγού περπατησιά πουλιού γρηγοροσύνη (Η αγάπη απαιτεί σύνεση, ταπεινότητα,
απαιτεί λαγού περπάτημα και γρηγοράδα πουλού) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αγάπημα, σεβντάς :1
2. Κατ’ επέκτ. το πρόσωπο με το οπ. κάποιος είναι ερωτευμένος
Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Ήμουν τριών μερών γαμβρός δώδεκα χρόνια σκλάβος,
και τώρα την αγάπη μου άλλος θε να την πάρει
Σινασσ. -Αρχέλ.
και τώρα την αγάπη μου άλλος θε να την πάρει
Σινασσ. -Αρχέλ.