ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγάπη (ουσ. θηλ.) αγάπη [aˈɣapi] Αραβαν., Σινασσ. Αρχ. ουσ. ἀγάπη.
1. Έρωτας Σινασσ. : || Ασμ. Αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη,
θέλει λαγού περπατησιά πουλιού γρηγοροσύνη
(Η αγάπη απαιτεί σύνεση, ταπεινότητα,
απαιτεί λαγού περπάτημα και γρηγοράδα πουλού)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. αγάπημα, σεβντάς :1
2. Κατ’ επέκτ. το πρόσωπο με το οπ. κάποιος είναι ερωτευμένος Σινασσ. : || Ασμ. Ήμουν τριών μερών γαμβρός δώδεκα χρόνια σκλάβος,
και τώρα την αγάπη μου άλλος θε να την πάρει
Σινασσ. -Αρχέλ.
3. Συμφιλίωση Αραβαν. Συνών. μπαρούστημα, μπαρουστιέσιμα, πάρισιχ