μπαρούστημα
(ουσ. ουδ.)
μπαρούστημα
[baˈrustima]
Μισθ.
Από το ρ. μπαριστίζω, όπου και τύπ. μπαρουστίζου και παρισ̑τιέου και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Συμφιλίωση
:
Ντου μπαρούστημα τ'νι γένη
(Έγινε η συμφιλίωση τους)
Μισθ.
-Κοτσαν.