μπαμπουκλού ( ουσ. θηλ.
)
μπαμbουκλού
[bambuˈklu]
Μισθ., Τσαρικ.
βαμβακούλα
[vamvaˈkula]
Σινασσ.
...
μπαντανάς
(ουσ. αρσ.)
πατανάς
[pataˈnas]
Φάρασ.
μπαντανά
[badaˈna]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. badana = ασβεστόνερο.