ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαντέμι (ουσ. ουδ.) μπαdέμ' [baˈdem] Αραβαν., Αραβ., Ουλαγ. μπαdάμ' [baˈdam] Μισθ. μπα̈dα̈́μ' [bæˈdæm] Μισθ. πατέμι [paˈtemi] Τσουχούρ., Φάρασ. πα̈τα̈́μι [pæˈtæmi] Αφσάρ., Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. badem = αμύγδαλο, όπου παλ. τύπ. badam και διαλεκτ. τύπ. bâdam (Tietze 2016: λ. badam και λ. badem).
1. Αμύγδαλο ό.π.τ. : Ντου μπαντάμ' μας είχ’ν ένα γαζά μπαντάμια (Η αμυγδαλιά μας είχε πολλά αμύγδαλα) Μισθ. -Κοτσαν. Σερνιτσ̑οί 'τουν σώρουβαν μπαdάμια, ντα ναίτσ̑ις τσοιμόνdαν (Όταν οι άντρες μάζευαν μύγδαλα, οι γυναίκες κοιμόντουσαν) Μισθ. -Φατ. Ερ να 'υρεύιτι θετσ̑έτι τσ̑αι πατέμα (Αν θέλετε, βάλτε και μύγδαλα, ενν. στο γλυκό) -ΑΠΥ-Bağr.
2. Αμυγδαλιά Μισθ., Φάρασ. : Ντου μπαντάμ' μας είχ’ν ένα γαζά μπαντάμια (Η αμυγδαλιά μας είχε πολλά αμύγδαλα) Μισθ. -Κοτσαν.