ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπάλωμα (ουσ. ουδ.) μπάλωμα [ˈbaloma] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. π͑άλωμα [ˈpʰaloma] Αξ., Σινασσ. π͑άλουμα [pʰˈaluma] Μαλακ., Μισθ. μπάουμα [ˈbauma] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ἐμπάλωμα, νεότ. μπάλωμα.
1. Mπάλωμα ό.π.τ. : Το κελίκι μ' πάλιωσε, να το δώκω να το ράψουν και βάλουν ένα μπάλωμα (Το παπούτσι μου πάλιωσε, θα το δώσω να το ράψουν και να βάλουν ένα μπάλωμα) Γούρδ. -Καράμπ. Σκίστη ντου τσ̑αρούχ̇ι, χέκ' ένα π͑άλουμα (Σκίστηκε το τσαρούχι, βάλε ένα μπάλωμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα φορτσέζ-ου-τ' έχ'νε χίλια π͑αλώματα (Τα ρούχα του έχουν χίλια μπαλώματα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Mόδα ντα μπαλούμαδα βέβαια, 'νταρά ούλα μπαλουματιάσταν (Έχουν γίνει πια μόδα τα μπαλώματα βέβαια, τώρα όλα μπαλωματιάστηκαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φόρουναμ’ λία σκισμένα σαλβάρια μι ’α παλούμαδα (Φορούσαμε λίγα σκισμένα σαλβάρια με τα μπαλώματα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γιαμάς
2. Πρόχειρη δουλειά Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 10/08/2025