ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπάλωμα (ουσ. ουδ.) μπάλωμα [ˈbaloma] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. μπάουμα [ˈbauma] Φάρασ. π͑άλωμα [pʰˈaloma] Αξ. π͑άλουμα [pʰˈaluma] Μαλακ., Μισθ. Πληθ. μπαλούμαδα [baˈlumaða] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. ἐμπάλωμα, νεότ. μπάλωμα.
1. Mπάλωμα ό.π.τ. : Σκίστη ντου τσ̑αρούχ̇ι, χέκ' ένα π͑άλουμα (Σκίστηκε το τσαρούχι, βάλε ένα μπάλωμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το κελίκι μ' πάλιωσε, να το δώκω να το ράψουν και βάλουν ένα μπάλωμα (Το παπούτσι μου πάλιωσε, θα το δώσω να το ράψουν και να βάλουν ένα μπάλωμα) Γούρδ. -Καράμπ. Mόδα ντα μπαλούμαδα βέβαια, 'νταρά ούλα μπαλουματιάσταν (Έχουν γίνει πια μόδα τα μπαλώματα βέβαια, τώρα όλα μπαλωματιάστηκαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φόρουναμ' λία σκισμένα σαλβάρια μι α παλούμαδα (Φορούσαμε λίγα σκισμένα σαλβάρια με τα μπαλώματα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Πρόχειρη δουλειά Φάρασ.