μπάλωμα
(ουσ. ουδ.)
μπάλωμα
[ˈbaloma]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
μπάουμα
[ˈbauma]
Φάρασ.
π͑άλωμα
[pʰˈaloma]
Αξ.
π͑άλουμα
[pʰˈaluma]
Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
μπαλούμαδα
[baˈlumaða]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. ἐμπάλωμα, νεότ. μπάλωμα.
1. Mπάλωμα
ό.π.τ.
:
Σκίστη ντου τσ̑αρούχ̇ι, χέκ' ένα π͑άλουμα
(Σκίστηκε το τσαρούχι, βάλε ένα μπάλωμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το κελίκι μ' πάλιωσε, να το δώκω να το ράψουν και βάλουν ένα μπάλωμα
(Το παπούτσι μου πάλιωσε, θα το δώσω να το ράψουν και να βάλουν ένα μπάλωμα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Mόδα ντα μπαλούμαδα βέβαια, 'νταρά ούλα μπαλουματιάσταν
(Έχουν γίνει πια μόδα τα μπαλώματα βέβαια, τώρα όλα μπαλωματιάστηκαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Φόρουναμ' λία σκισμένα σαλβάρια μι α παλούμαδα
(Φορούσαμε λίγα σκισμένα σαλβάρια με τα μπαλώματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Πρόχειρη δουλειά
Φάρασ.