ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπακιρένιος (επίθ.) πακιρένιο [paciˈreɲo] Ανακ., Φάρασ. Από το ουσ. μπακίρι, όπου και τύπ. πακίρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ένιος.
Χάλκινος : Πακιρένιο μαστραπά (Μπακιρένιος μαστραπάς) Ανακ. -Κωστ.Α. Με Χότζα δομένο μη 'ίνεσαι, το πακιρένιο χαριένι τους ψοφά ποτέ; (Μα Χότζα μην τρελαίνεσαι, το χάλκινο καζάνι πώς θα μπορούσε ποτέ να ψοφήσει;) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. μπακιριώνας
Τροποποιήθηκε: 14/08/2025