μπακιρένιος
(επίθ.)
πακιρένιο
[paciˈreɲo]
Ανακ., Φάρασ.
Από το ουσ. μπακίρι, όπου και τύπ. πακίρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ένιος.
Χάλκινος
:
Πακιρένιο μαστραπά
(Μπακιρένιος μαστραπάς)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Με Χότζα δομένο μη 'ίνεσαι, το πακιρένιο χαριένι τους ψοφά ποτέ;
(Μα Χότζα μην τρελαίνεσαι, το χάλκινο καζάνι πώς θα μπορούσε ποτέ να ψοφήσει;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
μπακιριώνας
Τροποποιήθηκε: 14/08/2025