μπαζίκι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
μπαζίκια
[baˈzica]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bazik = α) παντζάρι β) σέσκουλο (< αρμεν. bazuk բազուկ, Dankoff 1995: 23-24, THADS, λ. bazik Ι, bazik II).