ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαγίρντημα (ουσ. ουδ.) παγίρντημα [paˈʝirdima] Φάρασ. μπαγούρντημα [baʹɣurdima] Μισθ. μπαγούρτημα [baˈɣurtima] Μισθ. μπαγούρτζημα [baˈɣurdzima] Σίλ. Από το αορ. θ. του ρ. μπαγιρντώ, όπου και τύπ. παγιρντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κραυγή, ουρλιαχτό ό.π.τ. : Καλό ρε φέρνει πίσω του του μπαγούρτζημα (Το κρώξιμο (ενν. της κουκουβάγιας) δεν προοιωνίζει καλό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. βρουχήστεμα, μπαγιρμάς, μπαγιρτούς, τσαγιρμάς :1
2. Κάλεσμα Μισθ. Συνών. θέλημα :4, κάλεσμα, νταβέτι, τσαγιρμάς :2