μπαγίρντημα
(ουσ. ουδ.)
παγίρντημα
[paˈʝirdima]
Φάρασ.
μπαγούρντημα
[baʹɣurdima]
Μισθ.
μπαγούρτημα
[baˈɣurtima]
Μισθ.
μπαγούρτζημα
[baˈɣurdzima]
Σίλ.
Από το αορ. θ. του ρ. μπαγιρντώ, όπου και τύπ. παγιρντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κραυγή, ουρλιαχτό
ό.π.τ.
:
Καλό ρε φέρνει πίσω του του μπαγούρτζημα
(Το κρώξιμο (ενν. της κουκουβάγιας) δεν προοιωνίζει καλό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
βρουχήστεμα, μπαγιρμάς, μπαγιρτούς, τσαγιρμάς :1