ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαγίλντημα (ουσ. ουδ.) μπαΐντημα [baˈidima] Μισθ. Από το ρ. μπαγιλντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Λιποθυμία : Ήρτιν μοι να μπαΐντημα (Μου ήρθε μιά λιποθυμία) Μισθ. -Κοτσαν. Ρου μπαΐντημα ητά! (Δες λιποθυμία αυτή!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025