μπαγίλντημα
(ουσ. ουδ.)
μπαΐντημα
[baˈidima]
Μισθ.
Από το ρ. μπαγιλντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Λιποθυμία
:
Ήρτιν μοι να μπαΐντημα
(Μου ήρθε μιά λιποθυμία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ρου μπαΐντημα ητά!
(Δες λιποθυμία αυτή!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ