μουχουρλατίζω
(ρ.)
μουχουρλατίζω
[muxurlaˈtizo]
Φάρασ.
μουχουρλαΐζου
[muxurlaʹizu]
Μισθ., Τσαρικ.
Από τον αόρ. mühürledi του τουρκ. ρ. mühürlemek = σφραγίζω.
Σφραγίζω
ό.π.τ.