μουχαμπετλούς
(επίθ.)
μουχαbετλούς
[muxabetˈlus]
Φάρασ.
μουχαπετ͑λούς
[muxapetʰˈlus]
Φάρασ.
μουχαπα̈τ͑λούς
[muxapætʰˈlus]
Αφσάρ.
Θηλ.
μουχαπετ͑λούσα
[muxapetʰˈlusa]
Φάρασ.
μουχαπα̈τ͑λούσα
[muxapætʰˈlusa]
Αφσάρ.
Πληθ.
μουχαπετλούδια
[muxapetˈluðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. muhabbetli = α) ευχάριστος β) φιλικός γ) αγαπημένος.
1. Ευχάριστος
ό.π.τ.
β.
Αστείος
Φάρασ.
2. Αγαπητός ή αγαπημένος
ό.π.τ.
:
Σεμαδεύταν και καλά μουχαπετλούδια ήταν
(Αρραβωνιάστηκαν και ήταν πολύ αγαπημένοι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το παιδί με το κορίτζ' μουχαπελτούδιαηταν, ποτ' χωρίζουνdαι έκλαψαν
(Το αγόρι με το κορίτσι ήταν αγαπημένα, όταν χωρίστηκαν έκλαψαν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
3. Τυχερός
Φάρασ.