ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουχτάτσι (ουσ. ουδ.) μουχτάτσ̑ι [muˈxtatʃi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. muhtaç = ανάγκη.
Ανάγκη : || Παροιμ. Το σιδερώνα θύρι 'ίνεται στο ξυώνα μουχτάτσ̑ι (Η σιδερένια πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης˙ Ακόμα και ο πιο ισχυρός θα χρειαστεί την βοήθεια του ανίσχυρου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αγρί