μουχτάτσι
(ουσ. ουδ.)
μουχτάτσ̑ι
[muˈxtatʃi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. muhtaç = ανάγκη.
Ανάγκη
:
|| Παροιμ.
Το σιδερώνα θύρι 'ίνεται στο ξυώνα μουχτάτσ̑ι
(Η σιδερένια πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης˙ Ακόμα και ο πιο ισχυρός θα χρειαστεί την βοήθεια του ανίσχυρου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αγρί