μπαγίρι
(ουσ. ουδ.)
μπαγίρ'
[baˈʝir]
Μαλακ., Σίλατ.
μπαΐρ'
[baˈir]
Ανακ., Μισθ., Τσαρικ.
παΐρ'
[paˈir]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. bayır = α) πλαγιά β) λόφος.
1. Ανήφορος
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
:
Αφήν' τ' ορτόν το στράτα κι έρεται ασ' σο παΐρ'
(Αφήνει τον ίσιο δρόμο και πάει από τον ανήφορο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Ύψωμα
Μισθ., Σίλατ.
:
Δετσού γίσα αν πας, 'ς ατό του μπαΐρ
(Εκεί ίσια να πας, σ' αυτό το ύψωμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μπαΐρ' έχ', καλό κιρυός, ας κάτσουμ' τσ̑αού, λέ
(Ύψωμα έχει, καλό (καθαρό) αέρα, ας κάτσουμε εδώ, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σου μπαΐρ' απάν', λε, ντου πρώτου του σπίτ', λε, κάιντι ένα πάππου
(Στην πλαγιά επάνω, λέει, στο πρώτο το σπίτι, λέει, κάθεται ένας παππούς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γιοκούσι :2, ψελάδι