ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαγίρι (ουσ. ουδ.) μπαγίρ' [baˈʝir] Μαλακ., Σίλατ. μπαΐρ' [baˈir] Ανακ., Μισθ., Τσαρικ. παΐρ' [paˈir] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. bayır = α) πλαγιά β) λόφος.
1. Ανήφορος Ανακ., Μαλακ., Φλογ. : Αφήν' τ' ορτόν το στράτα κι έρεται ασ' σο παΐρ' (Αφήνει τον ίσιο δρόμο και πάει από τον ανήφορο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Ύψωμα Μισθ., Σίλατ. : Δετσού γίσα αν πας, 'ς ατό του μπαΐρ (Εκεί ίσια να πας, σ' αυτό το ύψωμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μπαΐρ' έχ', καλό κιρυός, ας κάτσουμ' τσ̑αού, λέ (Ύψωμα έχει, καλό (καθαρό) αέρα, ας κάτσουμε εδώ, λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σου μπαΐρ' απάν', λε, ντου πρώτου του σπίτ', λε, κάιντι ένα πάππου (Στην πλαγιά επάνω, λέει, στο πρώτο το σπίτι, λέει, κάθεται ένας παππούς) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γιοκούσι :2, ψελάδι
3. Ανάχωμα Μισθ. Συνών. αναβολή :1, μόλος :1, σέτι :1