ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαγιλντιρντίζω (ρ.) μπαϊνdι̂ρντι̂́ζω [baindɯrˈdɯzo] Αραβαν. Aπό το τουρκ. ρ. bayıldırmak = κάνω κάποιον να λιποθυμήσει.
Κάνω κάποιον να λιποθυμήσει : Απεκεί με το πεσ̑ταμbάλ' κρούει το χότζα καλά, μπαϊνdι̂ρντι̂́σ̑' το και φέγνει (Μετά βαράει με την πετσέτα το χότζα δυνατά, τον ρίχνει λιπόθυμο και φεύγει) Αραβαν. -Φωστ.