μπαγιλντιρντίζω
(ρ.)
μπαϊνdι̂ρντι̂́ζω
[baindɯrˈdɯzo]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. ρ. bayıldırmak = κάνω κάποιον να λιποθυμήσει.
Κάνω κάποιον να λιποθυμήσει
:
Απεκεί με το πεσ̑ταμbάλ' κρούει το χότζα καλά, μπαϊνdι̂ρντι̂́σ̑' το και φέγνει
(Μετά βαράει με την πετσέτα το χότζα δυνατά, τον ρίχνει λιπόθυμο και φεύγει)
Αραβαν.
-Φωστ.