μουχτάω
(ρ.)
μουχτάω
[muxˈtao]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
μουχτάβω
[muxˈtavo]
Φάρασ.
Αόρ.
μούχτ'σα
[ˈmuxtsa]
Φάρασ.
Προστ.
μούχτα
[ˈmuxta]
Φκόσ.
Παθ. Αόρ.
μουχτήθα
[muʹxtiθa]
Τσουχούρ.
Από το ρ. ἀπωθῶ > αμπώθω, όπου και διαλεκτ. τύπ. μπουχτάω (ΙΛΝΕ, λ. αμπώθω %b1%b). Σύμφωνα με τον Χατζιδάκι (Hatzidakis 1892: 417) από το ρ. μουχτεύω = πυκτεύω. Ο Καρολίδης (1885: 169) συσχετίζει με ινδοευρωπαϊκή ρίζα *mah, *vah.
1. Σπρώχνω, σκουντώ
ό.π.τ.
:
Αdέ το ψάρι μουχτάτε dα σο ποτάμι
(Αυτό το ψάρι σπρώξτε το (να πέσει) στο ποτάμι)
Φάρασ.
-Dawk.
Τ' ένα καμουτσά τα φτάλμα του, ήρτινι ο ύπνους του, τ' άου πάλι μουχτά τα να ξυπνήσει
(Η μία κλείνει τα μάτια της, της έρχεται ύπνος, και η άλλη την σκουντάει να ξυπνήσει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
κουντώ, λαχτίζω :2, σοκτώ :2, σουρουλατίζω :2
2. Κουτουλώ, κουντρίζω
Φάρασ.
3. Χώνω, κρύβω -ομαι
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Πιέσεν το κορζόκκο, μούχτσεν dα σο σ̑άζ̑ι ποκάτου
(Έπιασε το κορίτσι, το έκρυψε κάτω από το ταψί)
Φάρασ.
-Dawk.
Μούχ'τσεν ντα το τσουφάλιν ντου σο πιθάρι
(Έχωσε το κεφάλι του στο πιθάρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Μουχτήθηνι ση στρώση πέσου
(Xὠθηκε μέσα στα στρωσίδια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Χα̈ρ σο τρυπί σ̑έρι τζ̑ο μουχτάνε
(Σε κάθε τρύπα δεν χώνουν το χέρι˙ για εκείνους που εμπλέκονται συνεχώς σε υποθέσεις άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
παραχώνω, σέρνω, σοκτώ, χαχτώ