ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοκτώ (II) (ρ.) σοχτού [soˈxtu] Ουλαγ. σοκουdώ [sokuˈdo] Φλογ. σοχτ͑ι-έω [soxtʰiˈeo] Φάρασ. σαχτώ [sa'xto] Σινασσ. Αόρ. σόχ'σα [ˈsoxsa] Ουλαγ., Σεμέντρ. Από τον αόρ. soktu του τουρκ. ρ. sokmak = χώνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. sohmak.
1. Χώνω κάτι κάπου Ουλαγ., Σεμέντρ., Φάρασ., Φλογ. : Σόγνα ιτό ντο τέλ σόχσεν ντο χι̂ζμεκεριού ντο στόμα (Ύστερα αυτή την τρίχα την έχωσε στο στόμα της υπηρέτριας) Ουλαγ. -Dawk. Του φίζ’ σόχσεν ντου σου πρόβατο απ’κάτ’ (Το φίδι το έχωσε κάτω από το πρόβατο) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 || Φρ. Παναγιάς το σαλάκα σοκουντά χέρ' (Χώνει το χέρι του (μέχρι και) στης Παναγίας την τσέπη˙ Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. μουχτάω, παραχώνω, σέρνω, χαχτώ
2. Ωθώ, σπρώχνω Σινασσ. Συνών. κουντώ, λαχτίζω, μουχτάω, σουρουλατίζω :2