ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σομουρντίζω (I) (ρ.) σομουρντίζω [somurˈdizo] Φάρασ. σομουρντάω [somurˈdao] Φάρασ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. somurtmak = συνοφρυώνομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. somurmak (THADS, λ. somurmak II), και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Συνοφρυώνομαι, σκυθρωπιάζω ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 26/02/2025