σομουρντίζω (I)
(ρ.)
σομουρντίζω
[somurˈdizo]
Φάρασ.
σομουρντάω
[somurˈdao]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. somurtmak = συνοφρυώνομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. somurmak (THADS, λ. somurmak II), και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Συνοφρυώνομαι, σκυθρωπιάζω
ό.π.τ.