ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σόμπα (ουσ.) σόbα [ˈsoba] Σίλ. σόπα [ˈsopa] Σίλ., Φερτάκ. ζόbα [ˈzoba] Μισθ. ζόπα [ˈzopa] Μισθ., Ποτάμ. σοπάς [soˈpas] Φάρασ. Από τουρκ. ουσ. soba, όπου και διαλεκτ. τύπ. sopa και zoba.
Σόμπα ό.π.τ. : Χέκουου τσ̑αού ζόπα ντου χειμό χαχτώ χαχτώ (την τοποθετώ εδώ την σόμπα, τον χειμώνα βάζω βάζω ξύλα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γήφτιξαμ’ γκιαμbράϊα σου ζόπα (καίγαμε αποξηραμένη κοπριά στην σόμπα) Μισθ. -Κοτσαν. Τα μότουρ' ντο σόπα απ' γιαυτού σας καλό 'ναι (Η δικιά μας σόμπα είναι καλύτερη από τη δικιά σας) Φερτάκ. -Dawk.JHS