σόμπα
(ουσ.)
σόbα
[ˈsoba]
Σίλ.
σόπα
[ˈsopa]
Σίλ., Φερτάκ.
ζόbα
[ˈzoba]
Μισθ.
ζόπα
[ˈzopa]
Μισθ., Ποτάμ.
σοπάς
[soˈpas]
Φάρασ.
Από τουρκ. ουσ. soba, όπου και διαλεκτ. τύπ. sopa και zoba.
Σόμπα
ό.π.τ.
:
Χέκουου τσ̑αού ζόπα ντου χειμό χαχτώ χαχτώ
(την τοποθετώ εδώ την σόμπα, τον χειμώνα βάζω βάζω ξύλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γήφτιξαμ’ γκιαμbράϊα σου ζόπα
(καίγαμε αποξηραμένη κοπριά στην σόμπα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα μότουρ' ντο σόπα απ' γιαυτού σας καλό 'ναι
(Η δικιά μας σόμπα είναι καλύτερη από τη δικιά σας)
Φερτάκ.
-Dawk.JHS