σορβαλού
(επίθ.)
σ̑ορβαλού
[ʃorvaˈlu]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. çorbalı = σχετικός με σούπα. Για τον τύπ. πβ. τουρκ. ουσ. çorba = σούπα, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. şorba.
Η νερόβραστη σούπα
Συνών.
γιαβάνι :1