ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοντράω (ρ.) σ̑οτράω [ʃοˈtrao] Φάρασ. σ̑οdράω [ʃοˈdrao] Φάρασ. Παρατατ. σ̑οτράνκα [ʃoˈtranka] Κίσκ. Από το ουσ. σότρι, όπου και τύπ. σ̑ότρι και σ̑όdρι.
1. Aμτβ., εκρέω, εκχύνομαι, ρέω : 'ς σ̑οτρήσει τόιμα (Ας χυθεί το αίμα) Φάρασ. -Dawk.Boy || Παροιμ. 'σ' ζ' μάνας μου το μουνί σ̑οτρά μέλ' ότιζ έρτσ̑εται, τσ̑αλντεί α λαχτύλ' (Από της μάνας μου το αιδοίο τρέχει μέλι· όποιος έρχεται, βάζει ένα δάχτυλο˙ όταν όλοι έτρεχαν να φάνε ή να πάρουν ο καθένας κάτι από έναν καλόβουλο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το ποτάμι του σ̑οτρά' 'μbρό, 'ξοπίσου τζ̑ο 'υρίζεται (Το ποτάμι που χύνεται μπροστά, πίσω δεν γυρίζει˙ για πράξεις ή γεγονότα που έχουν γίνει και είναι αδύνατον να ακυρωθούν ή να αλλάξουν αποτέλεσμα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αχτίζω, σουζουλτίζω :2
2. Μτβ., χύνω ό.π.τ. : Σ̑οτράω το νερό (χύνω το νερό) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. αχτίζω, αχτιρτίζω, ευκαιρώνω