σοντράω
(ρ.)
σ̑οτράω
[ʃοˈtrao]
Φάρασ.
σ̑οdράω
[ʃοˈdrao]
Φάρασ.
Παρατατ.
σ̑οτράνκα
[ʃoˈtranka]
Κίσκ.
Από το ουσ. σότρι, όπου και τύπ. σ̑ότρι και σ̑όdρι.
1. Aμτβ., εκρέω, εκχύνομαι, ρέω
:
'ς σ̑οτρήσει τόιμα
(Ας χυθεί το αίμα)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
|| Παροιμ.
'σ' ζ' μάνας μου το μουνί σ̑οτρά μέλ' ότιζ έρτσ̑εται, τσ̑αλντεί α λαχτύλ'
(Από της μάνας μου το αιδοίο τρέχει μέλι· όποιος έρχεται, βάζει ένα δάχτυλο˙ όταν όλοι έτρεχαν να φάνε ή να πάρουν ο καθένας κάτι από έναν καλόβουλο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το ποτάμι του σ̑οτρά' 'μbρό, 'ξοπίσου τζ̑ο 'υρίζεται
(Το ποτάμι που χύνεται μπροστά, πίσω δεν γυρίζει˙ για πράξεις ή γεγονότα που έχουν γίνει και είναι αδύνατον να ακυρωθούν ή να αλλάξουν αποτέλεσμα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αχτίζω, σουζουλτίζω :2
2. Μτβ., χύνω
ό.π.τ.
:
Σ̑οτράω το νερό
(χύνω το νερό)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
αχτίζω, αχτιρτίζω, ευκαιρώνω