ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουζουλτίζω (ρ.) σουσουλτίζω [susulˈtizo] Μισθ. Αόρ. Εν. γ' σϋζΰλ’σεν [syˈzylsen] Τελμ. Από τον αόρ. το süzüldü του τουρκ. ρ. το süzülmek = αμτβ., σουρώνω.
1. Αμτβ. σουρώνω, στραγγίζω, στάζω ό.π.τ. Συνών. αχτίζω, νταμλατίζω :1, στάζω
2. Για υγρό, ρέω : Το νερό άσο πϋσγκϋλιΰ σο τυρπί σϋζΰλ’σεν (το νερό έρρεε από την τρύπα του θύσανου) Τελμ. -Dawk.Song. Συνών. αχτίζω, σοντράω