σουζουλτίζω
(ρ.)
σουσουλτίζω
[susulˈtizo]
Μισθ.
Αόρ. Εν. γ'
σϋζΰλ’σεν
[syˈzylsen]
Τελμ.
Από τον αόρ. το süzüldü του τουρκ. ρ. το süzülmek = αμτβ., σουρώνω.
2. Για υγρό, ρέω
:
Το νερό άσο πϋσγκϋλιΰ σο τυρπί σϋζΰλ’σεν
(το νερό έρρεε από την τρύπα του θύσανου)
Τελμ.
-Dawk.Song.
Συνών.
αχτίζω, σοντράω