σουζέκι
(ουσ. ουδ.)
σουζέκι
[suˈzeci]
Φάρασ., Φκόσ.
σουζάκι
[suˈzaci]
Σινασσ.
σουζα̈́κι
[suˈzæci]
Αφσάρ.
σουζάχ'
[suˈzax]
Ανακ.
σουζιάτσ’
[suˈzʝats]
Μισθ.
Πληθ.
σουζάχ̇ια
[suˈzaxia]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. süzek = στραγγιστήρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. süzeh.
1. Στραγγιστήρι
Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
2. Είδος κόσκινου για τις μεγαλύτερες πέτρες
Ανακ.
3. Φράχτης από καλάμια
Φκόσ.
Συνών.
σουζκέτς, υλιστήρι :1