ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουζέκι (ουσ. ουδ.) σουζέκι [suˈzeci] Φάρασ., Φκόσ. σουζάκι [suˈzaci] Σινασσ. σουζα̈́κι [suˈzæci] Αφσάρ. σουζάχ' [suˈzax] Ανακ. σουζιάτσ’ [suˈzʝats] Μισθ. Πληθ. σουζάχ̇ια [suˈzaxia] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. süzek = στραγγιστήρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. süzeh.
1. Στραγγιστήρι Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
2. Είδος κόσκινου για τις μεγαλύτερες πέτρες Ανακ.
3. Φράχτης από καλάμια Φκόσ.