σουκούρι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ουκ͑ούρι
[ʃuˈkhuri]
Αφσάρ., Φάρασ.
σ̑ικ͑ούρι
[ʃiˈkhuri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. şükür = α) ευχαριστία β) δοξολογία γ) εξύμνηση. Πβ. νεότ. σ̑ούκιουρ = δόξα τω Θεώ (Mackridge 2021: 52).
Ευχαριστία, ευγνωμοσύνη
ό.π.τ.