ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουκούρι (ουσ. ουδ.) σ̑ουκ͑ούρι [ʃuˈkhuri] Αφσάρ., Φάρασ. σ̑ικ͑ούρι [ʃiˈkhuri] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. şükür = α) ευχαριστία β) δοξολογία γ) εξύμνηση. Πβ. νεότ. σ̑ούκιουρ = δόξα τω Θεώ (Mackridge 2021: 52).
Ευχαριστία, ευγνωμοσύνη ό.π.τ.