σουλουσεπκίν
(ουσ. ουδ.)
σουλουσεπκίν
[sulusepˈcin]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sulu sepken = χιονόνερο.
Χιονόνερο
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025