σουλουσεπκίν
(ουσ. ουδ.)
σουλουσεπκίν
[sulusepˈcin]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sulu sepken = χιονόνερο (όπου και διαλεκτ. τύπ. sepkin = χιονόνερο).
Χιονόνερο