ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουπελεντίζω (ρ.) σουπελενdίζω [supelenˈdizo] Μαλακ., Τελμ. σ̑ουπελενdίζω [ʃupelenˈdizo] Φάρασ. σüπελενdίζω [sypelenˈdizo] Αξ. σ̑ουπ͑ελετίζω [ʃupʰelenˈdizo] Φάρασ. σιουπαλανdίζου [sçupalanˈdizu] Μισθ. σüπελενdώ [sypelenˈdo] Σίλ. σ̑ουπελενdού [ʃupʰelenˈdu] Ουλαγ. Αόρ. σουπελένd’σα [supeˈlendsa] Μαλακ. σ̑ουπελέν’σα [ʃupeˈlensa] Φάρασ. σϋπελέντ’σα [sypeˈlentsa] Αξ. Από το αόρ. şüphelendi του τουρκ. ρ. şüphelenmek = υποψιάζομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. şüpelenmek.
Υποψιάζομαι, δυσπιστώ ό.π.τ. : Βασ̑ιλιός σϋπελέντ’σεν: «το γκεγίκ γιατί παίν’ στο πλεφρό;» ντεγί (ο βασιλιάς υποψιάστηκε και είπε «το ελάφι γιατί πηγαίνει στο πηγάδι;» ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έρουνdαι τα ντέβια, παίρ’νε μουρουdιά, σϋπελενdίζ̑νε μυρίζ̑’ ινσάνος (Έρχονται οι γίγαντες, μυρίζουν, υποψιάζονται ότι μυρίζει άνθρωπος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Του νεκρού το σπίτσ̑' σουπελενdίζ', γιατί δε λαμβάνει γράμμα, τσ̑ι γέννεν ντεΐ (Το σπίτι του νεκρού υποψιάζεται τι συνέβη (ότι δηλ. πέθανε), γιατί δεν λαμβάνει γράμμα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γουνλαντίζω