σουπελεντίζω
(ρ.)
σουπελενdίζω
[supelenˈdizo]
Μαλακ., Τελμ.
σ̑ουπελενdίζω
[ʃupelenˈdizo]
Φάρασ.
σüπελενdίζω
[sypelenˈdizo]
Αξ.
σ̑ουπ͑ελετίζω
[ʃupʰelenˈdizo]
Φάρασ.
σιουπαλανdίζου
[sçupalanˈdizu]
Μισθ.
σüπελενdώ
[sypelenˈdo]
Σίλ.
σ̑ουπελενdού
[ʃupʰelenˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
σουπελένd’σα
[supeˈlendsa]
Μαλακ.
σ̑ουπελέν’σα
[ʃupeˈlensa]
Φάρασ.
σϋπελέντ’σα
[sypeˈlentsa]
Αξ.
Από το αόρ. şüphelendi του τουρκ. ρ. şüphelenmek = υποψιάζομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. şüpelenmek.
Υποψιάζομαι, δυσπιστώ
ό.π.τ.
:
Βασ̑ιλιός σϋπελέντ’σεν: «το γκεγίκ γιατί παίν’ στο πλεφρό;» ντεγί
(ο βασιλιάς υποψιάστηκε και είπε «το ελάφι γιατί πηγαίνει στο πηγάδι;» )
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έρουνdαι τα ντέβια, παίρ’νε μουρουdιά, σϋπελενdίζ̑νε μυρίζ̑’ ινσάνος
(Έρχονται οι γίγαντες, μυρίζουν, υποψιάζονται ότι μυρίζει άνθρωπος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Του νεκρού το σπίτσ̑' σουπελενdίζ', γιατί δε λαμβάνει γράμμα, τσ̑ι γέννεν ντεΐ
(Το σπίτι του νεκρού υποψιάζεται τι συνέβη (ότι δηλ. πέθανε), γιατί δεν λαμβάνει γράμμα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γουνλαντίζω