σουρετσέκι
(ουσ. ουδ.)
σουρετσ̑έκι
[sureˈtʃeci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sürecek = ξύλινο εργαλείο για το σκούπισμα του χιονιού από τις στέγες (THADS, λ. sürecek II).
1. Ξύλινο μεγάλο φτυάρι
2. Φαράσι
Συνών.
φαράσι :1