ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρκούνι (ουσ. ουδ.) σουρκούνι [surˈkuni] Φάρασ. σϋργκΰν [syrˈɟyn] Αξ. Νεότ. ουσ. σουργούνης ή σιργούνης, το οπ. από το τουρκ. sürgün = α) εξορία β) εξόριστος.
1. Εξορία ό.π.τ.
2. Ως επίθ., εξόριστος ό.π.τ. : || Φρ. ’ς Φάρασα να σε μποίκω σϋργκΰν (Στα Φάρασα θα σε κάνω εξόριστο˙ για να περιγράψουν πόσο απόμερα είναι τα Φάρασα) Αξ. -Μαυροχ.