σουρκούνι
(ουσ. ουδ.)
σουρκούνι
[surˈkuni]
Φάρασ.
σϋργκΰν
[syrˈɟyn]
Αξ.
Νεότ. ουσ. σουργούνης ή σιργούνης, το οπ. από το τουρκ. sürgün = α) εξορία β) εξόριστος.
1. Εξορία
ό.π.τ.
2. Ως επίθ., εξόριστος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
’ς Φάρασα να σε μποίκω σϋργκΰν
(Στα Φάρασα θα σε κάνω εξόριστο˙ για να περιγράψουν πόσο απόμερα είναι τα Φάρασα)
Αξ.
-Μαυροχ.