σουρουνερεκντέν
(επίρρ.)
σϋρϋνερεκντέν
[syrynerekˈden]
Ουλαγ.
Από τον ρ. τύπ. sürünerekten = σέρνοντας του τουρκ. ρ. sürünmek = κάνω κάτι να σέρνεται.
Σέρνοντας
Ουλαγ.
:
Ιτό ντο ντέφ σϋρϋνερεκντέν πήγε ντο ντέλικα
(αυτός ο γίγαντας σέρνοντας τον προς τα εμπρός τον πήγε στην τρύπα)
Ουλαγ.
-Dawk.