ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρουνερεκντέν (επίρρ.) σϋρϋνερεκντέν [syrynerekˈden] Ουλαγ. Από τον ρ. τύπ. sürünerekten = σέρνοντας του τουρκ. ρ. sürünmek = κάνω κάτι να σέρνεται.
Σέρνοντας Ουλαγ. : Ιτό ντο ντέφ σϋρϋνερεκντέν πήγε ντο ντέλικα (αυτός ο γίγαντας σέρνοντας τον προς τα εμπρός τον πήγε στην τρύπα) Ουλαγ. -Dawk.