σουρουντίνα
(ουσ. θηλ.)
σϋρϋdίνα
[syryˈdina]
Μισθ.
σϋρουdίνα
[syruˈdina]
Μισθ.
σϋρϋνdίνα
[syrynˈdina]
Μισθ.
σουρουdίνα
[suruˈdina]
Μισθ., Τσαρικ.
σουριουdίνα
[surʝuˈdina]
Μισθ.
σϋρϋνdούνα
[syrynˈduna]
Μισθ.
Από τον αόρ. sürüdi του τουρκ. ρ. sürümek =σέρνω.
Είδος χορού τον οπ. χόρευαν με σταυρωτά τα χέρια και εναλλασσόμενα αργά και γρήγορα βήματα χωριστά οι νέοι άντρες από τις νεαρές ανύπαντρες γυναίκες, και κατά τον οπ. ένας μπροστάρης έμπαινε ως οδηγός στον χορό των γυναικών για να τις σüρüdίσει, να της τραβήξει
ό.π.τ.
:
Χέκαν ντου τραγώ’ι, τραγωδάναμ’ ντου στη σϋρϋdίνα
(ἐκαναν το τραγούδι, το τραγουδούσαμε στο χορό σουρουντίνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σϋρουdίνα σου γάμους δεν του παίιξαν
(τη σουρουντίνα στους γάμους δεν την έπαιζαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Χόριβαν σϋρϋντούνα, πιάνιξαν δα χέρια έτσι σταυρωτά
(χόρευαν σουρουντίνα, έπιαναν τα χέρια έτσι σταυρωτά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντα κλάτσ̑α πιάν'νι σϋρϋνdίνα
(Tα παλληκάρια πιάνουν το χορό σουρουντίνα)
Μισθ.
-Φατ.