ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρουλατίζω (ρ.) σουρουλαΐζου [surulaˈizu] Μισθ. σουρουλατώου [ˈsurulaˈtou] Φάρασ. Εν. γ' Αόρ. σϋρΰλ’σεν [syˈrylsen] Αξ. Από το ουσ. σουρού και το παραγωγ. επίθμ. -λα-ντ-ίζω. Εναλλακτικά, από τον αόρ. sürüldü του τουρκ. ρ. sürülmek = οδηγούμαι (παθ. τύπ. του ρ. sürmek) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Κοπαδιάζω Φάρασ.
2. Ωθώ, σπρώχνω Αξ. Συνών. λαχτίζω, μουχτάω, σοκτώ
3. Σέρνω Μισθ. : Σουρουλάϊζαμ’ ντά πτιάρια μας σου χόρους (σέρναμε τα πόδια όμως στον χορό) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. σουρουντίζω