σουρουντουρντίζω
(ρ.)
σουρουνdουρντίζω
[surundurˈdizo]
Φάρασ.
Από το αόρ. süründürdü του τουρκ. ρ. süründürmek =σέρνομαι, έρπω.
Τροποποιήθηκε: 08/11/2024