τζιγαρίζομαι
(ρ.)
Παθ.
τζ̑ιχαρίζομαι
[dʒixaˈrizome]
Φάρασ.
τζιθαρίζομαι
[ndziθaˈrizo]
Φάρασ.
Αόρ.
τζ̑ιχαρίσθα
[dʒixaˈrisθa]
Φάρασ.
τζ̑ιθαρίστα
[dʒiθaˈrista]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. τσιγαρίζω. Βλ. Dawkins (1916: 617-618).
2. Μεσοπαθ., κουράζομαι, απαυδώ
Συνών.
απομένω, γιορουλντίζω, λιγώνω, πεστανίσκω