ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιγαρίζομαι (ρ.) Παθ. τζ̑ιχαρίζομαι [dʒixaˈrizome] Φάρασ. τζιθαρίζομαι [ndziθaˈrizo] Φάρασ. Αόρ. τζ̑ιχαρίσθα [dʒixaˈrisθa] Φάρασ. τζ̑ιθαρίστα [dʒiθaˈrista] Φάρασ. Μεσν. ρ. τσιγαρίζω. Βλ. Dawkins (1916: 617-618).
1. Βασανίζω, ενοχλώ ό.π.τ. Συνών. σουρουντουρντίζω, τσαστεύω, τυραννίζω
2. Μεσοπαθ., κουράζομαι, απαυδώ Συνών. απομένω, γιορουλντίζω, λιγώνω, πεστανίσκω
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024