απομένω
(ρ.)
απομένω
[apoˈmeno]
Σινασσ.
απομένου
[apoˈmenu]
Σίλ.
'πομένω
[poˈmeno]
Φάρασ.
'πομένου
[poˈmenu]
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
'πεμένω
[peˈmeno]
Φάρασ.
'πομ'νίσ̑κω
[poˈmniʃko]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Φλογ.
'πομ'νίσκου
[poˈmnisku]
Μισθ., Σίλ.
'πομίσ̑κω
[poˈmiʃko]
Ανακ., Φερτάκ.
'πουμίσ̑κου
[puˈmiʃku]
Μαλακ.
'πουμίξου
[puˈmixu]
Μαλακ.
'πουμίγου
[puˈmiɣu]
Μαλακ., Μισθ.
'πλεμ'νίσ̑κω
[pleˈmniʃko]
Γούρδ.
Παρατατ.
'πόμισ̑κα
[ˈpomiʃka]
Μισθ.
Αόρ.
'πέμεινα
[ˈpemina]
Φάρασ.
'πόμεινα
[ˈpomina]
Τσουχούρ., Φάρασ.
επόμ'να
[eˈpomna]
Αξ.
'πόμ'να
[ˈpomna]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Τσουχούρ.
'πόμα
[ˈpoma]
Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ.
'πόνα
[ˈpona]
Αξ.
'πλέμ'να
[ˈplemna]
Γούρδ.
'πλένα
[ˈplena]
Γούρδ.
'πλέμ-μα
[ˈplemma]
Γούρδ.
'πλόμα
[ˈploma]
Τελμ.
Υποτ.
'πoμ'νώ
[poˈmno]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ.
'πομώ
[poˈmo]
Μισθ., Φλογ.
Παθ.
'πομ'νίσκομαι
[poˈmniskome]
Ουλαγ.
'πομ'νίσκουμου
[poˈmniskumu]
Σίλ.
'πομ'ν̑ίσκουμου
[poˈmɲiskumu]
Σίλ.
Παρατατ.
'πομ'νινόσκουμου
[pomniˈnoskumu]
Σίλ.
Αόρ.
απόμ'νηκα
[aˈpomnika]
Καππ.
'πόμ'κα
[ˈpomka]
Τσαρικ.
Αρχ. ρ. ἀπομένω. Ο τύπ. 'πομ'νίσκω από το νεότ. ἀπομνίσκω, το οπ. από το μεσν. ρ. ἀπομεινίσκω, που σχηματίστηκε με βάση το θ. αορ. και το επίθμ. -ίσκω. Παρομοίως και ο τύπ. 'πλεμ'νίσ̑κω σχηματίστηκε με βάση τον αόρ. 'πλέμ'να.
1. Μένω ως υπόλοιπο από κάτι
ό.π.τ.
:
Ντράντσεν γκαι κανείς ντεν επόμ'νεν
(Είδε ότι κανείς δεν έμεινε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ούλ-λα 'πόμ'ναν μέσ̑α
(Όλα έμειναν μέσα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ετό 'πόνεν ντο μικρό το κορίτσ̑' με τ' μάνα τ'
(Είχε απομείνει μόνο η μικρότερη κόρη με την μάνα της)
Αξ.
-Dawk.
'πλέμ'νι ένα χατρά να κοπεί
(Έμενε λίγο ακόμα για να κοπεί ολόκληρο)
Γούρδ.
-Dawk.
σ̑ειμό ένα ξ̑ύλου 'πομ'νίσκιτι
(Τον χειμώνα απομένει ένα ξύλο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Νιούγου 'πόμ'νι να
(Λίγο έλειψε να˙ παραλίγο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'πλόμα εγώ
(Εγώ απέμεινα εδώ˙ μόνο εγώ είμαι εδώ)
Τελμ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Έφυγε το λερό και 'πόμ'νε το μίλισ'
(Έφυγε το νερό κι έμεινε η άμμος˙ εκείνο που περνάει είναι το πρόσκαιρο και το περαστικό, ενώ το σταθερό μένει, ας μη δίνουμε σημασία στα παροδικά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φεύγκει το νερό, 'πομέν' ο νάμμος
(Φεύγει το νερό, απομένει η άμμος˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Χάθη και μία πεθέρα με δεκαοχτώ νυφάδες
και μία νύφη απόμ'νηκε από τη συντροφιά της (Πέθανε και μιά πεθερά με δεκαοκτώ νύφες
και μία νύφη απόμεινε από την συντροφιά της) Σινασσ. -Lag.
και μία νύφη απόμ'νηκε από τη συντροφιά της (Πέθανε και μιά πεθερά με δεκαοκτώ νύφες
και μία νύφη απόμεινε από την συντροφιά της) Σινασσ. -Lag.
2. Μένω στην διάθεση κάποιου
ό.π.τ.
:
'στέρου 'πόμεινε 'ς εμένα η κόρη τζ̑αι τα παράδε
(Ύστερα έμειναν σε μένα η κοπέλα και οι παράδες)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Σο σοφό Σολομών ντου τζ̑ο 'πόμειν' ο κόσμος, σε κανείνα τζ̑ο 'πομένει
(Στον σοφό Σολομώντα αφού δεν απόμεινε ο κόσμος, σε κανέναν δεν απομένει˙ όλα είναι μάταια σε τούτον τον κόσμο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Παραμένω, διαμένω για λίγο κάπου
Αξ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Ηυρίσ̑κουνε ιπτάχνου τ'νε τα σπίτια, και εκεί 'πομίσ̑κουν
(Βρίσκουν τα νεόδμητα σπίτια, και εκεί μένουν)
Φερτάκ.
-Dawk.
'πόμα σα παγουμένα λερά
(Έμεινα μέσα στα κρύα νερά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
σ̑ήμερα μη 'πομ'νεί ντεΐ, ντεν έψ̑ησα φαγί
(Δεν θα μείνει σήμερα, δεν μαγείρεψα φαγητό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αβόψι να 'πομνούμι 'ρώ
(Απόψε να μείνουμε εδώ)
Σίλ.
-Dawk.
Ήρτι τσ̑αού σου χωριό, να. Θα μειν'; Να 'πομεί τσ̑αού;
(Ήρθε εδώ στο χωριό, να, Θα μείνει; Θα μείνει εδώ;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
'πόμ'ναν τα μάτια μ'
(Έμειναν τα μάτια μου˙ Το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'πομ'νίσκου τουν ντόπου μου
(Μένω στον τόπο μου˙ Μένω στον τόπο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γοντίζω, κάθομαι
4. Περιέρχομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ.
:
'πομ'νίσ̑κει νησ̑κός, ρεν έσ̑ει να φάει
(Μένει νηστικός, δεν έχει να φάει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'πόμισ̑καν λιψασμένα, φέγισ̑καν
(Έμεναν διψασμένοι, έφευγαν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'πόμ'νε χήροζ ναίκα
(Έμεινε χήρα γυναίκα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'πόμα χωρίς σ̑άσ'
(Έμεινα χωρίς φωνή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έκοψεν κοριτσ̑ιού το χέρ' και όρτωσεν· 'πόνεν χωρ'ς χέρ'
(Έκοψε το χέρι του κοριτσιού και την θεράπευσε· αυτή έμεινε χωρίς χέρι)
Αξ.
-Dawk.
Αυτσ̑ή τσ̑ην 'gλησ̑ά ακόμη ρεν τσ̑η χάλασασ̑ι, γιατί έσ̑ει σαφιέ Κωσταντίνο· ρό πουρ' να τσ̑η χαλάσουσ̑ι, σε 'πομν'εί ανdίκα
(Αυτή την εκκλησία ακόμα δεν την χαλάσανε, γιατί έχει το όνομα του Αγ. Κωνσταντίνου· δεν μπορούν να την χαλάσουν, θα παραμείνει ως κάτι το αρχαίο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Εντώ 'πομ'νίσ̑κει μαναχό τ'
(Εδώ μένει μόνος του)
Φλογ.
-Dawk.
Γιάι ντούλιβαμ' βάρδια, 'πόμισ̑κι ντου φσ̑άχ' μαναχό τ'
(Επειδή δουλεύαμε βάρδια, έμενε (στο σπίτι) μοναχό του το παιδί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Η παπαδία ’πόμ'νεινι τούλη
(Η παπαδιά απέμεινε χήρα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
'πόμ'νεν στο φσ̑άχ'
(Έμεινε στο παιδί˙ έμεινε έγκυος)
Μισθ., Αξ., Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
'πόμεινε σο μαχτσούμι
(Απόμεινε στο παιδί˙ έμεινε έγκυος)
Φάρασ.
-Ανδρ.
'πόμ'να από ύπνου
(Έμεινα από ύπνο˙ έμεινα ξάγρυπνος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'πόμ'νεν ασ' τα μάτια
(Έμεινε από τα μάτια˙ τυφλώθηκε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'πόμη σα κρίματα
(Έμεινε στις αμαρτίες˙ αμάρτησε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Καματός 'πόμην
(Όργωμα έμεινε˙ το χωράφι οργώθηκε για σπορά αλλά τελικά δεν σπάρθηκε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'πόμην μαλάτσ'
(Έμεινε καλαμιά˙ το χωράφι έμεινε με τα περσινά καλάμια, έμεινε χέρσο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'πόμην γυνιατός
(Έμεινε το πρώτο όργωμα˙ το χωράφι έμεινε με ένα όργωμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'πόμεινα σα δύο 'νάμεσα
(Απόμεινα στα δύο ανάμεσα˙ έχω βρεθεί σε δίλημμα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
πέφτω
5. Μένω πίσω, δεν προχωρώ, καθυστερώ
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
:
Aπ' ντου γιορούλντημα 'πομ'νίσκου οπίσ΄
(Μένω πίσω από την κούραση)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'πόμ'νε αργά
(καθυστέρησε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Παρασ̑τηκάμενος τάβρανεν παίρισ̑κεν το qαμbρό απέσω και πόμ'νισ̇κεν όξω νύφ' με το νουνά
(O κουμπάρος τράβαγε κι έπαιρνε μέαα το γαμπρό, και απόμενε έξω η νύφη με τη νονά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Τέκνους πόμ'νι
(Το παιδί έμεινε˙ το παιδί έμεινε στην ίδια τάξη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τ' όργο 'πόμ'νεν πίσω
(Η δουλειά έμεινε πίσω˙ Το έργο ματαιώθηκε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'πόμ'ναν τα μάτια τ' πίσω
(Έμειναν τα μάτια του πίσω˙ α) δεν το έδωσε με ευχαρίστηση β) πέθανε ανικανοποίητος, χωρίς να χαρεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αβαραλαντίζω, ογιαλαντώ :2, σαπαλατώ, σουρουκλεντίζω, χρονίζω :2
6. Κουράζομαι
Αξ.
:
'πόμ'να, ντεμ bορώ
(Κουράστηκα, δεν μπορώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γιορουλντίζω, λιγώνω, πεστανίσκω
7. Διατηρούμαι
Μισθ., Φκόσ.
:
Κοντάκαν τα σο τρυπίν, 'πέσου σα μαγαράδε· αdζ̑εί ’πεμένκαν
(Τα ἐρριχναν στην τρύπα, μέσα στα λαξευτά υπόγεια· εκεί διατηρούνταν)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Στου σκεφί πόμισ̑κιν τ͑υφερό
(Στην σκάφη (ενν. το ψωμί) διατηρούνταν μαλακό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να 'πομεί το σάσι σ'
(Θα διατηρηθεί (μέσω της ηχογράφησης) η φωνή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
βαστώ, νταγιαντίζω
8. Μένω έκπληκτος
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
:
Ογώ 'πόμα αχτσ̑ά , έπισι τσίαρα απ' τα χέρια μ'
(Έγω έμεινα έτσι, έπεσε το τσιγάρο απ'τα χέρια μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
σ̑άισα και 'πόμ'να
(Σάστισα κι έμεινα˙ ξαφνιάστηκα)
Αξ., Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πάγωσα και 'πόμ'να
(Πάγωσα κι έμεινα˙ έμεινα αποσβολωμένος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
σαστίζω
9. Πέφτω νεκρός
Μισθ.
:
«Ουφ τ͑είο«», είπι, έπισι ντετσ̑ού, 'πόμειν', κονώαν ντα μελά τ', κόνουσι ντα μελά τ'
(«Ωχ θείε», είπε, έπεσε εκεί, έμεινε, χύθηκαν τα μυαλά του, έχυσε τα μυαλά του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.