ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απόστολος (ουσ. αρσ.) Απόστολος [aˈpostolos] Αραβαν. Πληθ. Απόστολ' [aˈpostol] Αξ. Αποστόλ' [apoˈstol] Σίλατ. Απόστολοι [aˈpostoli] Σατ. Από αρχ. ουσ. ἀπόστολος = αγγελιοφόρος, απεσταλμένος.
1. Καθένας από τους δώδεκα Αποστόλους του Χριστού ό.π.τ. : Πήγεν εκεί· ηύρεν τα ντώγεκα Απόστολ' (Πήγε εκεί· βρήκε τους δώδεκα Αποστόλους) Αξ. -Dawk. Το Θεγό, τα δώδεκα Αποστόλ' και ούλα τα Αγίους περικάλ'νε τα ετά (Τον Θεό, τους δώδεκα Αποστόλους και όλους τους αγίους, αυτούς παρακαλούσε) Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ. Ο Χριστός τζαι οι Απόστολοι κατέχκαν τσ̑ιπ τις γώσσις (O Χριστός και οι Aπόστολοι γνώριζαν όλες τις γλώσσες) Σατ. -Παπαδ.
2. Eκκλησιαστικό βιβλίο με περικοπές από τις Πράξεις και τις Επιστολές των Aποστόλων ό.π.τ. : Ντέρια να ψάλουν το Απόστολος (Tώρα θα διαβάσουν τον απόστολο) Αραβαν. Πβ. αναγνώστης