απόστολος
(ουσ. αρσ.)
Απόστολος
[aˈpostolos]
Αραβαν.
Πληθ.
Απόστολ'
[aˈpostol]
Αξ.
Αποστόλ'
[apoˈstol]
Σίλατ.
Απόστολοι
[aˈpostoli]
Σατ.
Από αρχ. ουσ. ἀπόστολος = αγγελιοφόρος, απεσταλμένος.
1. Καθένας από τους δώδεκα Αποστόλους του Χριστού
ό.π.τ.
:
Πήγεν εκεί· ηύρεν τα ντώγεκα Απόστολ'
(Πήγε εκεί· βρήκε τους δώδεκα Αποστόλους)
Αξ.
-Dawk.
Το Θεγό, τα δώδεκα Αποστόλ' και ούλα τα Αγίους περικάλ'νε τα ετά
(Τον Θεό, τους δώδεκα Αποστόλους και όλους τους αγίους, αυτούς παρακαλούσε)
Σίλατ.
-Νίγδ.-Σταμ.
Ο Χριστός τζαι οι Απόστολοι κατέχκαν τσ̑ιπ τις γώσσις
(O Χριστός και οι Aπόστολοι γνώριζαν όλες τις γλώσσες)
Σατ.
-Παπαδ.
2. Eκκλησιαστικό βιβλίο με περικοπές από τις Πράξεις και τις Επιστολές των Aποστόλων
ό.π.τ.
:
Ντέρια να ψάλουν το Απόστολος
(Tώρα θα διαβάσουν τον απόστολο)
Αραβαν.
Πβ.
αναγνώστης