απούθε
(επίρρ.)
απούθε
[aˈpuθe]
Σίλατ., Φλογ.
απούδε
[aˈpuðe]
Φλογ.
Από το μεσν. επίρρ. ἀποποῦθεν (< συνεκφ. της πρόθ. από και του αρχ. επιρρ. πόθεν) με ανομοιωτ. αποβολή του τεμαχίου [po], πβ. και απαπού > απού. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ., βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀποποῦθε.
Από πού;
ό.π.τ.
:
Ετό ρώτ'σαν ντο «Απούθε ’σαι;», και είπεν ντα το κορίτσ̑' απούθε 'ναι
(Το ρώτησαν «Από πού είσαι;» και το κορίτσι τους είπε από πού είναι)
Φλογ.
-Dawk.
Ισ̑ύ απούθε 'σαι;
(Εσύ από πού είσαι;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Απούθε έρεσαι;
(Από πού έρχεσαι;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πβ.
πούθε, Συνών.
απαπού, απούθε