πότριβο
(επίθ.)
'πότριβο
[ ˈpotrivo]
Μαλακ., Φλογ.
Πβ. ν.ε. διαλεκτ. επίθ. απότριβος = φθαρμένος, το οπ. από το αρχ. ρ. ἀποτρίβω (ΙΛΝΕ, λ. ἀπότριβος). Πβ. και μεταγν. επίθ. ἀπότριπτος = φθαρμένος.
Φθαρμένος
ό.π.τ.