αποχρίζομαι
(ρ.)
Αόρ.
'ποχρίστα
[poˈxrista]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. ἀποχρίω.
Καθαρίζω από λάσπες, ξελασπώνομαι
:
|| Παροιμ.
Η παρκαμίνα 'ποχρίστη, η π'ροστιά 'υρίστη
(Το τζάκι ξελασπώθηκε, η πυροστιά αναποδογύρισε˙ από πασχαλινό άσμα· λεγόταν ειρωνικά όταν κάποιος έμπαινε σε ένα σπίτι και το έβρισκε ακατάστατο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αντίθ
τσαμπουρλαντίζω