ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποχρίζομαι (ρ.) Αόρ. 'ποχρίστα [poˈxrista] Φάρασ. Από το μεταγν. ρ. ἀποχρίω.
Καθαρίζω από λάσπες, ξελασπώνομαι : || Παροιμ. Η παρκαμίνα 'ποχρίστη, η π'ροστιά 'υρίστη (Το τζάκι ξελασπώθηκε, η πυροστιά αναποδογύρισε˙ από πασχαλινό άσμα· λεγόταν ειρωνικά όταν κάποιος έμπαινε σε ένα σπίτι και το έβρισκε ακατάστατο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αντίθ τσαμπουρλαντίζω