ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απτέστι (ουσ. ουδ.) απτέστι [aˈptesti] Τσουχούρ. απτέστ' [aˈptest] Ανακ., Τσουχούρ. απτάζι [aˈptazi] Φάρασ. απτάζ' [aˈptaz] Φάρασ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. abdest= τελετουργικός καθαρμός, όπου και διαλεκτ. τύπ. aptes. Για την λ. βλ. Μπόγκας (1959: 159).
Το πλύσιμο των Μουσουλμάνων πριν την προσευχή, τελετουργικός καθαρμός ό.π.τ. : || Φρ. 'α πάρω το ιπρίχ̇ι, 'α βγκω σο δώμαν μπάνου, 'α πάρω απτάζ' (Θα πάρω το λαγήνι, θα βγω στην ταράτσα πάνω, θα κάνω τούρκικο καθαρμό˙ θα αλλαξοπιστήσω· απειλή προς κάποιον που μας στενοχωρεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.