αραλίκι
(ουσ. ουδ.)
αραλι̂́κ'
[araˈlɯk]
Μαλακ., Τελμ.
αραλίχ̇ι
[araˈlixi]
Φάρασ.
αραλι̂́χ'
[araˈlɯx]
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
αραλούχ'
[araˈlux]
Ανακ., Μισθ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. aralık = α) άνοιγμα, ενδιάμεσο διάστημα, κενό β) χρονικό διάστημα γ) διάδρομος, όπου και διαλεκτ. τύπ. aralıh. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀραλίκι.
2. Κενό, ενδιάμεσο διάστημα
ό.π.τ.
:
Ζαβαλ-λούς 'πόμ'νεν 'ς τ' αραλι̂́χ'· ασ' τροπή τ' γαπάντ'σεν απέσω και ντεν έβγαισ̑κεν όξω
(Ο καημένος έμεινε στο «κενό» (επειδή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για την συμφορά που τον έπληξε)· από την ντροπή του κλείστηκε μέσα και δεν έβγαινε έξω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να ποίκουμ' λίου τσ̑αμούρ' να γιομώσουμ' εκεινιά ντ' αραλούχια ξυλιού
(Να κάνουμε λάσπη για να γεμίσουμε τα κενἀ των ξύλων)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αράς
3. Χρονική στιγμή
Μισθ., Φάρασ.
:
Το γαϊδούρ’ σε κείνο τ’ αραλι̂́χ πιάσεν το μούγια
(Το γαϊδούρι εκείνη την στιγμή το τσίμπησε μύγα)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
Αδέ 'ς αραλίχι παλί του Γηράλη η κόρη καθούτουν σην πένdζ̑ερο μπρο
(Σ' εκείνο το χρονικό διάστημα πάλι η Κόρη του Κίραλη καθόταν μπροστά στο παράθυρο)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Συνών.
σαάτι