αραμπατζιλίκι
(ουσ. ουδ.)
αραbατζ̑ιλίχ’
[arabadʒiˈlix]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. arabacılık = το επάγγελμα του αμαξά.
Το επάγγελμα του αμαξά-μεταφορέα
:
Σ̑άνισ̑καν τ’ αραbατζ̑ιλίχ’ και τα στράτες δεν ήταν ίω ’ς το χάλ’
(Ασκούσαν το επάγγελμα του αμαξά και οι δρόμοι δεν ήταν όπως εδώ)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025